Ερυθρά αιμοσφαίρια σε αιμοφόρο αγγείοΕρευνητές από το πανεπιστήμιο του Michigan των ΗΠΑ, κατέληξαν στο συμπέρασμα, πως η ατμοσφαιρική ρύπανση επιδρά στα αιμοφόρα αγγεία. Η εν λόγω έρευνα δημοσιεύεται στο περιοδικό της American Heart Association. Στη μελέτη έλαβαν μέρος 25 υγιείς άνθρωποι

 

Ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Michigan των ΗΠΑ, κατέληξαν στο συμπέρασμα, πως η ατμοσφαιρική ρύπανση επιδρά στα αιμοφόρα αγγεία. Σ' αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν ερευνητές από το πανεπιστήμιο του Michigan των ΗΠΑ, μετά από πειράματα στα αιμοφόρα αγγεία του ανθρώπου. Στη μελέτη έλαβαν μέρος 25 υγιείς άνθρωποι μέσης ηλικίας 35 ετών, οι οποίοι εισέπνεαν για διάστημα δύο ωρών αέρα με υψηλή συγκέντρωση μορίων της ατμόσφαιρας. Μετά από αυτήν την έκθεση διαπιστώθηκε ότι τα αιμοφόρα αγγεία των εθελοντών στένεψαν κατά μέσο όρο από 2 εώς και 4 %. Οι ίδιοι άνθρωποι όταν εκτέθηκαν σε καθαρό αέρα (χωρίς την παρουσία κάποιων μορίων) για το ίδιο χρονικό διάστημα δεν ανιχνεύθηκε κανενός είδους σύσφιξη των αγγείων τους.

Η εν λόγω έρευνα δημοσιεύεται στο περιοδικό της American Heart Association. ''Υπάρχουν μια σειρά από δεδομένα που συνηγορούν στο γεγονός της επίδρασης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης στην αναπνευστική και καρδιακή λειτουργία'' αναφέρει ο Robert D. Brook βοηθός Καθηγητής του τμήματος της υπέρτασης στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου του Michigan. Και σημειώνει ότι υπάρχουν ακόμα πολλά κενά στην κατανόηση των μηχανισμών εκείνων που εμπλέκονται σε αυτήν την επίδραση.

Ερυθρά αιμοσφαίρια σε αιμοφόρο αγγείοΤα μόρια που υπάρχουν στην ατμόσφαιρα και είναι μεγέθους μικρότερα των 2,5 μικρομέτρων, εκπέμπονται από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων και από πολλές βιομηχανικές δραστηριότητες. Σε μια άλλη έρευνα έχει αποδειχθεί η εμπλοκή αυτών των μικροσκοπικών μορίων της ατμόσφαιρας σε καρδιακές ανακοπές. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ενώ τα μεγαλομόρια της ατμόσφαιρας εγκλωβίζονται στα ανώτερα επίπεδα της αναπνευστικής λειτουργίας του ανθρώπου (π.χ. μύτη), τα μικροσκοπικά μόρια μπορεί να φτάσουν μέχρι και τη βάση των πνευμόνων. Εκεί βρίσκονται οι θήλακες του αέρα και πραγματοποιείται η οξυγόνωση του αίματος. Έτσι η παρουσία αυτών των μορίων όχι μόνο μπορεί να επηρεάσει τη λειτουργία του καρδιαγγειακού συστήματος αλλά μπορεί και να εισέλθουν στην κυκλοφορία του αίματος με απρόβλεπτες συνέπειες για την υγεία των ανθρώπων.

Στο πανεπιστήμιο του Toronto του Καναδά, όπου πραγματοποιήθηκε η εν λόγω μελέτη, που είναι ένα από τα λίγα πανεπιστήμια που έχουν ειδικές εγκαταστάσεις για τέτοιου είδους πειράματα, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν υπερήχους για να μετρήσουν τη διάμετρο μιας αρτηρίας (που βρίσκεται από τον ώμο μέχρι τον αγκώνα), πριν και δύο ώρες μετά από έκθεση αέρα με συγκέντρωση σωματιδίων 150 μg/ανά κυβικό μέτρο. Η συγκέντωση αυτή είναι ανάλογη με τη συγκέντρωση των σωματιδίων της ατμόσφαιρας σε μεγάλα αστικά κέντρα σε ώρα αιχμής, ενώ τα επιτρεπτά όρια 24ωρης έκθεσης βρίσκονται στα 65 μg/ανά κυβικό μέτρο. Tο πλάτος της αρτηρίας των εθελοντών πριν την έκθεση στο αέρα με τα σωματίδια ήταν 3,92 mm και μετά από την έκθεση ήταν 3,82 mm. ''Αυτός ο βαθμός συστολής των αγγείων δεν θα μπορούσε να προκαλέσει καρδιακά γεγονότα σε υγειής ανθρώπους, αλλά σε ανθρώπους που ήδη διατρέχουν υψηλό κίνδυνο για καρδιακά επεισόδια θα μπορούσε να αποβεί μοιραίο" τονίζει ο Robert D. Brook.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, η Υπηρεσία Περιβαλλοντικής Προστασίας εκτιμά πως το 1996 η ατμοσφαιρική ρύπανση διαδραμάτισε μικρότερο ή μεγαλύτερο ρόλο σε 60.000 θανάτους που είχαν σχέση με καρδιακά-αναπνευστικά προβλήματα.